- λογόστεμα
- το, -ατοςυπόσχεση γάμου, αρραβώνιασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λογόστεμα — το υπόσχεση γάμου, μνηστεία, αρραβώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *λογοστέφω, τού οποίου μαρτυρείται μόνο η μτχ. παθ. παρακμ. λογοστεμένος] … Dictionary of Greek
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek